- ἔωσε
- ὠθέωthrustaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατωθώ — κατωθῶ, έω (Α) ωθώ προς τα κάτω («κὰδ δ ἄρ ἐπὶ στόμ ἔωσε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ωθῶ (< ὠθῶ), πρβλ. εξ ωθώ, συν ωθώ] … Dictionary of Greek